παραθεωρώ

παραθεωρώ
-έω, ΜΑ
μσν.
εκτρέπομαι
αρχ.
1. παραβάλλω, συγκρίνω
2. κρατώ κάτι στο μυαλό μου
3. παρατηρώ κάτι επιπόλαια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραθεωρῶ — παραθεωρέω examine pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραθεωρέω examine pres ind act 1st sg (attic epic doric) παραθεωρέω examine pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραθεωρέω examine pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραθεώρησις — ἡ, Α [παραθεωρώ] συγκριτική εξέταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”